τετραρχία

τετραρχία
η
1. (στους αρχαίους Έλληνες), στρατιωτική διοίκηση τεσσάρων λόχων.
2. πολιτική διοίκηση τεσσάρων επαρχιών από τον τετράρχη.
3. (στους Ρωμαίους), διοίκηση του 1/4 μιας επαρχίας.
4. (στην Καινή Διαθήκη), πολιτική διοίκηση χώρας υποτελούς στη Ρώμη.
5. διοικητικό σύστημα που διαιρεί την επικράτεια σε τέσσερις περιφέρειες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετραρχία — τετραρχίᾱ , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc/acc dual τετραρχίᾱ , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίᾳ — τετραρχίαι , τετραρχία tetrarchy fem nom/voc pl τετραρχίᾱͅ , τετραρχία tetrarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • τετραρχίας — τετραρχίᾱς , τετραρχία tetrarchy fem acc pl τετραρχίᾱς , τετραρχία tetrarchy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαι — τετραρχία tetrarchy fem nom/voc pl τετραρχίᾱͅ , τετραρχία tetrarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαν — τετραρχίᾱν , τετραρχία tetrarchy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тетрархия — (τετραρχία) в древнеэллинском мире четвертая часть области, управлявшаяся так назыв. тетрархом (tetrarcha, terrarches, τετράρχης). На Т. делилась древняя Фессалия: это были Фессалиотида, Фтиотида, Пелазгиотида и Гистиеотида. Филипп II Македонский …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τετραρχιῶν — τετραρχία tetrarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχίαις — τετραρχία tetrarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aleuadae — The Aleuadae (Ancient Greek: polytonic|Ἀλευάδαι) were an ancient Thessalian family of Larissa who claimed descent from the mythical Aleuas.cite encyclopedia | last = Smith | first = William | authorlink = William Smith (lexicographer) | title =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”